Η ΘΕΙΑ ΧΑΡΙΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΕΦΡΑΙΜ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗ

Η θεία χάρις μία είναι, αλλά κατά το μέτρον του καθενός εμφανίζεται, εργάζεται, οράται, ναι, οράται! Αχ, και πόσον σκιρτάει μέσα σου όταν βλέπεις, όταν αισθάνεσαι αυτήν την θεία χάρη! «Εγώ είπα, θεοί εστέ και υιοί Υψίστου πάντες» (Ψαλμ. 81,6)
Ω! χάρις, χάρις! Έλα και σε μας, έλα γρήγορα, έλα. Πόσον αλλάζει ο άνθρωπος, πώς μεταβάλλεται, πώς γίνεται ο ταλαίπωρος άνθρωπος όταν τον επισκιάσει η θεία χάρις! Αυτή η θεία χάρις έκανε τους μάρτυρας όχι μόνον να μην αισθάνονται τους πόνους του μαρτυρίου των, αλλά και να χαίρονται που μαρτυρούν διά τον Χριστόν. «Ένεκα Σου θανατούμεθα όλην την ημέραν, ελογίσθημεν ως πρόβατα σφαγής» (Ψαλμ. 43, 23). Άλλο να αισθάνεσαι και άλλο να διαβάζεις ή να ομιλείς περί θείας χάριτος.
Αυτή η θεία χάρις έκανε τον Μοτοβίλωφ, τον μαθητή του αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ, να μη μπορεί να δει το πρόσωπο του Αγίου από την υπερβολική λάμψη αυτού. Να αναφέρω και άλλο; Διατί οι υιοί Ισραήλ δεν ηδύναντο να ατενίσουν, να ίδουν το πρόσωπον του προφήτου Μωϋσέως, όταν κατέβηκε από το όρος Σινά κρατώντας τας δύο θεοχαράκτους πλάκας του γραπτού Νόμου, και ηναγκάσθη ο Προφήτης να το σκεπάσει;
Υπάρχουν πολλά που ο άνθρωπος τα συναντά εις τον βίο του, να πούμε. Πολλές φορές απορούσα, πώς οι άγιοι Πατέρες, όταν προσηύχοντο, σήκωναν τα χέρια ψηλά; Δεν μπορούσα να καταλάβω. Όταν ήρθε η σειρά, τότες το κατάλαβα.
Δεν μπορείς, πάτερ, να συγκρατήσεις τον εαυτό σου, όταν έρχεται αυτή η χάρις, να πούμε, δεν μπορείς. Αλλά ποτές, όμως, στη ζωή μου δεν σήκωσα κι εγώ τα χέρια ψηλά στον ουρανό. Ψυχικώς τα σήκωσα πολλές φορές. Ως υιός προς Πατέρα.
Δεν μπορείς να συγκρατήσεις τον εαυτό σου. Όταν υπερεκχυλίσει η χάρις, τότες κι εσύ τα χάνεις. Όταν συσταλεί η χάρις, τότε σε πιάνει ρίγος. Πού προχώρησα! Πού προχώρησα!
Άλλη φορά μάζευα μύγδαλα στην περιοχή μας, να πούμε, και πέρασε ένα αεροπλάνο, επειδή το μέρος μας είναι μεταξύ δύο, ένα βουνό εδώ κι άλλο εκεί, κι είμαστε στη χαράδρα· και το έφερνε σαν μελωδία, να πούμε, σαν χορωδία. Ο βόμβος του αεροπλάνου, τό ‘φερνε σαν μελωδία, σαν μουσική, να πούμε. Έφυγε η ψυχή μου αμέσως, απότομα, έφυγε η ψυχή μου προς υπάντησιν του Νυμφίου, όπως λέει, νομίζω, στον Απόστολο: «Ημείς δε αρπαγησόμεθα εν νεφέλαις εις απάντησιν του Κυρίου, και ούτω πάντοτε μετά του Κυρίου εσόμεθα» (Α’ Θεσ. 4,17). Έτσι τότες από την πείρα καταλαμβάνεις τι εννοεί ο Απόστολος. Όταν δεν το περάσεις, το καταλαμβάνεις εν μέρει, πλήρως δεν το καταλαμβάνεις. Το καταλαμβάνεις όταν τον περνάς αυτόν τον δρόμο, να πούμε. Και λέω, να, γι’ αυτό λέει ο Απόστολος: «Ημείς δε αρπαγησόμεθα».
Κάτι τέτοια δεν τα προκαλείς εσύ, μονάχα τους έρχονται. Αλλιώς είναι να τα σχεδιάζεις, να τα μελετάς, να τα γράφεις, και αλλιώς είναι μονάχα τους να έρχονται, να πούμε.
Έκανα μετάνοιες. Έρχεται ο λογισμός: «Εκεί που κάνεις μετάνοιες, εκεί είναι τα ποδάρια του Χριστού». Πέφτω και φιλώ το έδαφος εκεί που πάτησε ο Χριστός, το φιλώ και το ασπάζομαι το έδαφος όπου πάτησε ο Χριστός. Μα, μονάχα τους έρχονται, δεν τα προκαλείς εσύ, μονάχα τους έρχονται. Αυτή είναι η χάρις , αδελφέ μου.

Δεν μπορώ να συγκρατήσω τον εαυτό μου. Γι’ αυτό λέω. Όπως ένα μυρμήγκι, όταν βρίσκει μια τροφή εκεί, και πηγαίνει, ειδοποιεί όλο το κοπάδι, ας το πούμε, κι έρχονται πολλά μυρμήγκια να φάνε αυτήν την τροφή. Όπως κι ο άγιος Χρυσόστομος λέει: «Ο μόσχος πολύς, η τράπεζα γέμει, μηδείς εξέλθει πεινών» (στον πανηγυρικό λόγο της Αναστάσεως αυτό). Έτσι κι εγώ, δεν μπορώ να το συγκρατήσω. Δηλαδή, αυτό που βρήκα, έλα και συ, ελάτε να φάτε, εδώ έχει θησαυρό!
Όταν πλησιάζεις έναν άνθρωπο πνευματικό, παίρνεις. Παίρνεις.
Δηλαδή, η χάρις μεταδίδεται, και διά μέσου της προσευχής και εξ αποστάσεως μεταδίδεται η χάρις. Και, αν έχω καμιά καλή προσευχή, λέω, ο Γέροντας εύχεται για μένα εδώ κάτω, το λέω. Έτσι το αισθάνομαι κι εγώ.
Η χάρις έρχεται κατ’ αυτόν τον τρόπο, να πούμε. Όταν εγώ, πάτερ, κοιμήθηκα, είδα μπροστά μου ένα εξαπτέρυγο ή εξαπτέρυγο ήταν ή πολυόμματο, δεν γνωρίζω. Έτσι τούπ και το φίλησα. Όταν το είπα στον Γέροντα, λέει: «Όχι , παιδί μου, ότι ήτανε πολυόμματο, εξαπτέρυγο απάνω στον Ουρανό. Η Χάρις έρχεται κατ’ αυτόν τον τρόπο».
Χθες, προχθές διαβάσαμε τον Εσπερινό της Μεταμορφώσεως. Εκεί που λέει ο Θεός στον προφήτη Ηλία ότι, μετά που έφυγε και περπάτησε σαράντα μέρες, το πρώτο λέει: «Φωτιά, συντρίβων όρη και βουνά, και ουκ ην εκεί Θεός εν τω συσσεισμώ», κι έπειτα «πυρ, και ουκ ην ο Θεός εν τω πυρί», και «αύρα λεπτή, εκεί ην ο Θεός» (Γ’ Βασ. 19, 11-12). Στην αύρα τη λεπτή, η οποία μόνο τη νύχτα μπορεί ο άνθρωπος, εάν θέλει ο Θεός να τον χαριτώσει. Την ημέρα δύσκολα απολαμβάνει αυτό ο άνθρωπος. Διότι την ημέρα έχει πολλούς λογισμούς μέσα, Τη νύχτα το απολαμβάνει.
Όταν έρθει η χάρις ξεχνάς και τις θλίψεις και τα βάσανα, χαλάλι να γίνουν όλα. Όταν έρθει η λύπη, ξεχνάς τη χάρη και λες, αμάν, ο Θεός μ’ εγκατέλειψε, ούτε να προσευχηθώ τίποτε, πάει, ο Θεός μ’ εγκατέλειψε, τρόπον τινά, μ’ έχει για την κόλαση. Όταν γυρίσεις απ’ την άλλη πλευρά, ξεχνάς τα πρώτα· γυρίζεις στα πρώτα, ξεχνάς τα δεύτερα. Έτσι είναι. Ε, αυτό, γυμνάζεται ο άνθρωπος στην ταπείνωση. «Ουχί εγώ, αλλά η χάρις η συν εμοί», όπως έλεγε και ο Απόστολος (Κορ. 15, 10). Γυμνάζεται ο άνθρωπος στην ταπείνωση.
Πολλές φορές πήγα μέσα στην εκκλησία, στο Ιερό, εδώ είναι ο Θεός. Σε πληροφορεί, να πούμε. Πολλές φορές που λειτουργούσε ο Γέροντας, εγώ δεν λειτουργούσα: ε, ή αυτός ή εγώ. Όλη η εκκλησία ήταν βουτηγμένη σε γλυγύτητα, στο μέλι, να πούμε. Ο Γέροντας λειτουργούσε κι εγώ αισθανόμουνα τη χάρη.
Όταν είχα το έκζεμα στη δράση του, να πούμε, δεν μπορούσα να καθίσω όπως κάθομαι τώρα, ξαπλωμένος όπως κοιμάται κανένας. Αν ήταν χειμώνας, είχα το πάπλωμα από πάνω κι έκανα ακολουθία. Να καθίσω έτσι δεν μπορούσα, όρθιος δεν μπορούσα να καθίσω. Έτσι και αυτό έδωσε και μία νύξη, άφησα τη Λειτουργία, δεν μπορώ, πονάω, πονάω πολύ.
Ξαπλωμένος λοιπόν όπως ήμουνα και σκεπασμένος με το πάπλωμα, μου έρχεται μια χαρά μέσα μου, πολλή χαρά, ποτέ στη ζωή μου δηλαδή, και σ’ αυτή την χάρη, δεν έχω αισθανθεί τόση πολλή χαρά. Η χαρά μεγάλωσε, μεγάλωσε κι ένα φως μέσα μου κι ένα φως απ’ έξω, γίνηκα κι εγώ ένα σαν φως όλο.
Παναγία μου, θα δω κάναν άγγελο τώρα, μήπως δω την Παναγία, καμιά θεοφάνεια θα δω τώρα, λέω, τόση χαρά.
Μετά, έτσι, λίγο-λίγο ταπεινώθηκε κι έσβησε. Ε, τέλειωσε αυτό και με πήρε ο ύπνος. Με πήρε ο ύπνος και βλέπω ότι θα γινόταν παρέλαση της βασιλικής οικογενείας. Καθόμουνα σ’ ένα θεωρείο και βλέπω λοιπόν, περνούσαν τ’ αυτοκίνητα ανοιχτά και κάθε πρίγκηπας είχε την οικογένειά του. Ε, λέω εγώ, φτωχόπαιδο, ερημίτης καλόγηρος, ν’ αξιωθώ να δω αυτά τα πράγματα!
Και περνούσαν, πέρασαν τρεις-τέσσερις οικογένειες, έπειτα έγινε ένα φως υπό τον ουρανό και λέει: Έρχεται ο Βασιλεύς τώρα. Μ’ αυτό ξύπνησα. Α, λέω, τον Βασιλέα δεν τον είδα! Τους πρίγκηπας τους είδα, αλλά οι πρίγκηπες μπροστά στον Βασιλέα δεν είναι τίποτες.
Ο γερο-Ιωσήφ μας έλεγε ότι, αν πάτε σ’ ένα σπίτι και έχετε πνευματική κατάσταση, μπορείτε να προσανατολισθείτε τι πνεύμα κυκλοφορεί στο σπίτι αυτό. Αν π.χ. υπάρχει πνεύμα αρπαγής ή ψεύδους ή χρημάτων κλπ. Αυτά που μας έλεγε εν μέρει τα καταλαβαίναμε. Τι εννοεί τώρα ο Γέροντας, να πας σ’ ένα σπίτι και να καταλάβεις τι πνεύμα κυκλοφορεί; Όχι απίστευτο σου φαίνεται, αλλά και παράλογο ακόμη. Και όμως έτσι είναι.

Είχα πάει μία ημέρα να λειτουργήσω στον γερο-Ιωσήφ. Μόλις μπήκα εις το κελλί του, λέω αμέσως:
«Γέροντα, τι συμβαίνει εδώ μέσα;»
«Τι είναι;» μου λέει.
«Κάτι σαν να μου επιβάλλει σιωπή, Γέροντα».
Αμέσως στην ψυχή μου δημιουργήθηκε τέτοια αίσθησις· σαν να ειδοποιήθηκε, τρόπον τινά, ότι εδώ μέσα υπάρχει σιωπή.
«Να σου ειπώ», λέει ο γερο-Ιωσήφ.
«Τώρα τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, το Σάββατο θα λειτουργήσουμε· θα κοινωνήσουμε· θα φάμε και θα ομιλήσουμε με τον π. Αρσένιο μέχρι την Κυριακή το βράδυ. Την Κυριακή βράδυ θα βάλουμε μετάνοια. Όλην την εβδομάδα κατόπιν δεν θα ομιλήσουμε. Μόνον με τα νοήματα συνεννοούμεθα. Θα έρθεις το Σάββατο εσύ, να κοινωνήσουμε, και τότε θα ομιλήσουμε κ.ο.κ.»
Τότε λοιπόν κατάλαβα, από την ιδική μου πείρα πλέον, εκείνα που μας έλεγε ο γερο-Ιωσήφ.
Πόσο, μα πόσο γλυκύς είναι ο Ιησούς! Όλος χαρά, όλος αγάπη, όλος ειρήνη, όλος γαλήνη, όλος αγαλλίαση, όλος σκιρτήματα. Μα πόσο γλυκύς είναι ο Ιησούς!
Η χάρις διατηρείται με την ταπείνωση και την ευχαριστία εις τον Θεό.
Η ταπείνωσις ότι «εγώ δεν είμαι άξιος κληθήναι υιός Σου, ποίησόν με ως ένα εκ των δούλων σου» (Λουκ. 15,19).
Είναι όντως λυπηρό, ότι τον μέγα θησαυρόν που πήραμε στο άγιο βάπτισμα, δηλαδή την υιοθεσίαν, και κατέχουμε αυτόν, κατά τον Απόστολον (Β’ Κορ. 4,7), εν οστρακίνοις σκεύεσι, αγνοούμε. Και γι’ αυτό εύκολα ραθυμούμε, εύκολα αδιαφορούμε, εύκολα καταφρονούμε, και μ’ ένα λόγο εύκολα πίπτομεν.
Μακάριος είναι εκείνος, ο οποίος έλαβε την χάρη και απέθανε με αυτήν.
Μακαριότερος είναι εκείνος, ο οποίος έζησε και την ηύξησε, την εμαγάλωσε και έπειτα εκοιμήθη.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *